παραεκκλησιαστικός

παραεκκλησιαστικός
-ή, -ό
αυτός που δρα και ενεργεί παράλληλα με την Εκκλησία χωρίς να ανήκει σ’ αυτήν: Παραεκκλησιαστικές οργανώσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραεκκλησιαστικός — ή, ό ο σχετικός με οτιδήποτε δρα έξω από τους κόλπους τής Εκκλησίας («παραεκκλησιαστικές οργανώσεις» οργανώσεις που δρουν έξω από τους κόλπους τής επίσημης Εκκλησίας αλλά συνήθως με την ανοχή τής Εκκλησίας στην οποία συχνά επεμβαίνουν) …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”